μυογλοβίνη

μυογλοβίνη
η
(βιοχ.) η μυοσφαιρίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. αγγλ. myoglobine (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + globin < λατ. globus «σφαίρα, θρόμβος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυοσφαιρίνη — η (βιοχ.) χρωμοπρωτεΐδη τού μυϊκού ιστού παραπλήσια με την αιμοσφαιρίνη, αλλ. μυογλοβίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., γαλλ. myoglobine (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + globine < λατ. globus «θρόμβος»] …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”